накинуться - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накинуться - translation to γαλλικά


накинуться      
( на кого-либо ) attaquer qn ; s'en prendre vivement à qn
накидываться      
1) см. накинуться
2) страд. être + part. pas. ( ср. накинуть)
Raoul pressait Stefania de questions.      
Рауль накинулся на Стефанию с расспросами:

Ορισμός

накинуться
сов. разг.
1) Однокр. к глаг.: накидываться (2*).
2) см. также накидываться (2*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накинуться
1. Поэтому и решили накинуться на Партию пенсионеров.
2. Им кажется, что животное может неожиданно накинуться...
3. Собака была без намордника, поводок тоже не помешал ей накинуться на человека.
4. Надо сначала накинуться, а потом разобрать ситуацию и подумать: а может, не надо было это делать?
5. Захотелось накинуться на то блюдо и в один миг съесть его не жуя.